υποσμία

υποσμία
η
(ιατρ.), ελάττωση της οσφρητικής ικανότητας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποσμία — η, Ν ιατρ. ελάττωση τής οσφρητικής ικανότητας, υποσφρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οσμία (< οσμή), πρβλ. δυσ οσμία] …   Dictionary of Greek

  • υποσφρησία — η, Ν ιατρ. υποσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + όσφρηση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”